συνορῶ

συνορῶ
συνοράω
to be able to see
pres imperat mp 2nd sg
συνοράω
to be able to see
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
συνοράω
to be able to see
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
συνοράω
to be able to see
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
συνοράω
to be able to see
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
συνοράω
to be able to see
pres imperat mid 2nd sg
συνοράω
to be able to see
pres imperat mp 2nd sg (epic)
συνοράω
to be able to see
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
συνοράω
to be able to see
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
συνοράω
to be able to see
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
συνοράω
to be able to see
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
συνοράω
to be able to see
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
συνοράω
to be able to see
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
συνοράω
to be able to see
imperf ind mid 2nd sg (homeric ionic)
συνορέω
to be conterminous
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
συνορέω
to be conterminous
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνορώ — (I) άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α [ὁρῶ] μσν. (με απρμφ.) αποφασίζω, κρίνω αρχ. 1. βλέπω συγχρόνως («δύνασθαι δεῑ συνορᾱσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος», Αριστοτ.) 2. βλέπω και, γενικά, αντιλαμβάνομαι κάτι συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • συνόρῳ — σύνορος marching with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνορῶι — συνορῷ , συνοράω to be able to see pres opt act 3rd sg συνορῷ , συνοράω to be able to see pres opt act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύνοπτος — ἀσύνοπτος, ον (AM) [σύνοπτος < συνορώ] 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο δυσδιάκριτος 2. εκείνος που δεν διακρίνεται καθαρά στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • συνορατικός — ή, όν, Α [συνορῶ (Ι)] συνοπτικός …   Dictionary of Greek

  • συνόρασις — άσεως, ἡ, Α [συνορῶ (Ι)] το να βλέπει κανείς συγχρόνως περισσότερα από ένα πράγματα …   Dictionary of Greek

  • σύνοψη — η / σύνοψις, όψεως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σύνοψις Ν 1. συνοπτική επισκόπηση, συγκεφαλαίωση 2. συνοπτική πραγματεία, επιτομή νεοελλ. φρ. α) «σύνοψις ευαγγελίων» εκκλ. η ενιαία έκθεση τής ευαγγελικής διήγησης προκειμένου να επιτευχθεί ενιαία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”